λέκρανα

λέκρανα
λέκρανα, τὰ (Α)
(κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) αγκώνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠλέκρανα (με σίγηση τού αρκτικού φωνήεντος) < * ὠλενό-κρανα, με συλλαβική ανομοίωση < ὠλένη + -κρανον (< * κρανον, πρβλ. κρανίον), πρβλ. βού-κρανον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λέκρανα — neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”